O προϋπολογισμός που ψήφισε η ΝΔ για το 2020 επιβεβαίωσε το πραγματικό νεοφιλελεύθερο πολιτικό της σχέδιο – πολλά στους λίγους και λίγα στους πολλούς – το οποίο είχε αποσιωπηθεί προεκλογικά.
Οι αριθμοί, όμως, είναι αμείλικτοι. Η ΝΔ καθηλώνει ουσιαστικά τις δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια και την κοινωνική προστασία. Ενώ η πολυσυζητημένη μείωση της φορολογίας γίνεται με τρόπο που ευνοεί την οικονομική ελίτ και όχι τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Όσον αφορά στην παιδεία, η αρμόδια Υπουργός με εξιδανικευμένες αοριστολογίες, απέφυγε να επικεντρωθεί στην πραγματικότητα των αριθμών, που καταδεικνύει τη συγκριτική δημοσιονομική υποχώρηση (ποσοστιαία χαμηλότερες δαπάνες σε σχέση με αυτές των προηγουμένων ετών και παρά τη διεύρυνση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου).
Από το 2009 έως το 2015 οι δαπάνες για την Παιδεία μειώθηκαν κατά 34%, ενώ το Μεσοπρόθεσμο της κυβέρνησης Σαμαρά προέβλεπε μειώσεις κατά 1 δισ. Με κοπιώδεις προσπάθειες καταφέραμε να αποτρέψουμε τα συμφωνηθέντα της προηγούμενης κυβέρνησης με τους δανειστές, ενώ από το 2016 και έπειτα, αυξάναμε τον προϋπολογισμό για την Παιδεία κατά περίπου 200 εκατ. το χρόνο. Η πολιτική μας για την Παιδεία αποτυπώθηκε εντονότερα στον προϋπολογισμό του 2019, όπου η αύξηση σε σχέση με το 2018 ήταν της τάξης του 6.2%. Στο πλαίσιο αυτό, είχαμε δρομολογήσει 15.000 μόνιμες προσλήψεις -μετά από 10 χρόνια συνεχούς αδιοριστίας-, ενώ προκηρύχθηκαν 2.000 θέσεις μελών ΔΕΠ και 5.200 νέων ερευνητών στα πανεπιστήμια. Παράλληλα, εγκαθιδρύθηκε ο κανόνας 1:1 στις αποχωρήσεις – προσλήψεις, ώστε να επιταχυνθεί η κάλυψη των κενών.
Την ίδια στιγμή, η μεγάλη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνοδεύτηκε από οικονομικές ενισχύσεις στα ιδρύματα και επιπρόσθετες επιχορηγήσεις (ύψους 40 εκατ. ευρώ το 2019), ενώ η στοχευμένη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων μας έδωσε τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε κρίσιμους τομείς της εκπαίδευσης και να αναπτύξουμε σημαντικά προγράμματα για την Ειδική Αγωγή και την Επαγγελματική Εκπαίδευση. Κύρια στόχευσή μας, βέβαια, ήταν και παραμένει να προσεγγισθεί το 4% του ΑΕΠ, συγκλίνοντας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τη χρηματοδότηση της Παιδείας.
Στον αντίποδα, το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για τη δημόσια παιδεία συνιστά σαφή υποβάθμισή της. Παρόλο που η Υπουργός Παιδείας μίλησε για νέες προσλήψεις, ο ψηφισθείς προυπολογισμός δεν το περιγράφει συγκεκριμένα και δεν αποσαφηνίζει το χρονοδιάγραμμα. Εκφράζουμε όμως την ικανοποίηση μας για την υλοποίηση της εξαγγελίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε σφραγισθεί και με απόφαση υπουργικού συμβουλίου.
Όσον αφορά στη χρηματοδότηση για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της δημόσιας εκπαίδευσης οι πιστώσεις έχουν συρρικνωθεί στα 338 εκατ. οι μεταβιβαστικές δαπάνες κατά 36% (-118 εκατ.), όπως και οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών κατά 33% (-41 εκατ.). Προδιαγράφεται έτσι η μείωση ζωτικών πιστώσεων για τη λειτουργία σχολείων και πανεπιστημίων και η σταδιακή απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης τους.
Διαμορφώνονται, λοιπόν, συνθήκες όπου η ιδιωτικοποίηση και τα δίδακτρα να παρουσιάζονται ως η αναγκαία και σωτήρια επιλογή. Η νέα «αξιολόγηση» που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τα πανεπιστήμια και συνδέει τη χρηματοδότηση τους με αυτή, θα οδηγήσει πολλά περιφερειακά τμήματα στο μαρασμό και το κλείσιμο, στην εισαγωγή διδάκτρων, στην αναζήτηση πόρων εκτός του δημόσιου κορβανά, στην οργάνωση ακριβών μεταπτυχιακών, και τελικά, στη μεθόδευση της έμμεσης ιδιωτικοποίησή τους. Κι όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ισοτίμηση των πτυχίων με αυτά των κολλεγίων, την κατάργηση των διετών προγραμμάτων σπουδών για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ, την αναστολή των 37 νέων πανεπιστημιακών τμημάτων, τη μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, τις διαγραφές των φοιτητών.
Όλα αυτά, βέβαια, θα λειτουργήσουν υπέρ του ανταγωνιστικού και σκιώδους συστήματος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, που κατά την περίοδο της κρίσης απώλεσε 5 δις ευρώ, περίπου όσο ο κρατικός προϋπολογισμός για τη δημόσια παιδεία. Και μπορεί στα αυτιά των κυβερνώντων να ακούγονται ως αριστερή κινδυνολογία, ωστόσο το αληθές σενάριο επιβεβαιώνεται από τη διεθνή εμπειρία και ειδικά το παράδειγμα της Αγγλίας, όπου όλα τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα ήταν δημόσια, μέχρι τη μείωση του προϋπολογισμού για ανάγκες διδασκαλίας κατά 1/3 το 2010 από τις κυβερνήσεις των συντηρητικών, που εξανάγκασαν τα πανεπιστήμια να εισάγουν δίδακτρα 9.000 λιρών, μετατρέποντας τους φοιτητές σε πελάτες.
Κλείνοντας, είναι αναγκαία μια μικρή αναφορά στη χρηματοδότηση της Έρευνας, όπου από το 2015 καταγράφεται διαρκής αύξηση και το 2018 υπήρξε διπλασιασμός των δαπανών, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το 1% του ΑΕΠ. Επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ιδρύθηκε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, δημιουργήθηκαν 10.000 νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και ενισχύθηκαν οι υποδομές της έρευνας και της καινοτομίας, οδηγώντας την Ελλάδα στη θέση 62 από τη θέση 80, στην καινοτομία (Eurostat). Η αποκοπή της Έρευνας από το Υπουργείο Παιδείας και η υπαγωγή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης,δίχως καμιά διαβούλευση με την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, παραδίδει την ερευνητική δραστηριότητα στα ιδιωτικά συμφέροντα, υποβαθμίζει τη βασική έρευνα και θέτει σε άμεση αμφισβήτηση το μέλλον των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, ενώ ο προϋπολογισμός της μειώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά του 2017, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.
Το στρατηγικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της ΝΔ, η οποία αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση ως εμπόρευμα, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σαν επιχειρήσεις, τους μαθητές και τους φοιτητές σαν πελάτες. Στην παιδεία-εμπόρευμα της ελεύθερης αγοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαραθέτει την παιδεία-αγαθό της ελεύθερης και δια-βίου επιλογής. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η εκπαίδευση και η έρευνα που συντελείται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και στα δημόσια ερευνητικά κέντρα της χώρας αποτελούν βασικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας. Η αύξηση των δαπανών, επομένως, για την εκπαίδευση και την έρευνα, τουλάχιστον στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., αποτελεί άμεση αναγκαιότητα και διεκδικητικό πλαίσιο πάλης, στην πορεία της χώρας για την οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση.
Στην κατεύθυνση αυτή θα κινηθούμε, αναζητώντας συνοδοιπόρους και συμπαραστάτες τους μαθητές, τους φοιτητές, τους γονείς, τους εργαζόμενους, τους ερευνητές και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων. Γιατί για εμάς το κοινωνικό κράτος και τα δικαιώματα αποτελούν την καρδιά του οράματος και του πολιτικού μας προγράμματος.
Και είμαστε πεπεισμένοι πως ο κόσμος της εργασίας και η νέα γενιά θα κινητοποιηθούν, για την ανατροπή των πολιτικών που εισηγείται η ΝΔ και που έχουν ολέθρια αποτελέσματα για την πλατιά κοινωνική πλειοψηφία.