Σημαντική στήριξη στην εγχώρια κατανάλωση αλλά και στη χειμαζόμενη αγορά εργασίας θα φέρει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του 2021
Σημαντική στήριξη στην εγχώρια κατανάλωση αλλά και στη χειμαζόμενη αγορά εργασίας θα φέρει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του 2021 η υλοποίηση μιας σειράς διατάξεων που ψηφίστηκαν εντός του 2020, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού και των δραματικών συνεπειών που αυτή είχε στην εγχώρια οικονομία. Πρόκειται για διατάξεις που οδηγούν σε αυξήσεις μισθών αλλά και συντάξεων και αφορούν περισσότερους από 2 εκατομμύρια πολίτες.
Στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα η αύξηση από 1-1-2021 θα προέλθει από τη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών και την αναστολή της επιβολής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, ενώ για τις συντάξεις από τα νέα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπει ο νέος ασφαλιστικός νόμος καθώς και από τη μείωση του «πέναλτι» στους συνταξιούχους που εργάζονται.
Ειδικά η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες θεωρείται εμβληματική κίνηση, καθώς εκτιμάται ότι θα δώσει ισχυρά κίνητρα στους εργοδότες να προχωρήσουν σε προσλήψεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, σε μια δύσκολη περίοδο, καθώς η αγορά εργασίας έχει πληγεί βαρύτατα από τις συνέπειες των παρατεταμένων lockdowns. Σύμφωνα δε με τους οικονομολόγους, αποτελεί την πλέον ρεαλιστική και αποτελεσματική πολιτική για ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων, μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις και αποκλιμάκωση της ανεργίας.
H αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης αφορά περισσότερους από 1,2 εκατ. φορολογουμένους οι οποίοι μετά μία δεκαετία θα δουν τους φόρους να μειώνονται. Οπως όλα δείχνουν, η αναστολή της εισφοράς στα εισοδήματα του 2021 θα μονιμοποιηθεί το 2022.
Οι δε αυξήσεις στις συντάξεις εκτιμάται ότι εκτός από την ανάσα που θα δώσουν σε περίπου 200.000 συνταξιούχους, θα προσδώσουν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μεγαλύτερη δικαιοσύνη, καθώς οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης είναι περισσότερο ανταποδοτικοί.
Πόσα κερδίζουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα από τον Ιανουάριο
Σε σημαντική αύξηση των εισοδημάτων οδηγούν η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από τον Ιανουάριο του 2021. Εκατομμύρια εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θα δουν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κερδίζοντας έως και έναν μισθό ετησίως, ανάλογα με το ύψος των αποδοχών τους.
Ειδικά για τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, πρόκειται για την πρώτη φοροανάσα που δίνεται στη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, κυρίως δε στα εισοδήματα που σήκωσαν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στα χρόνια των μνημονίων.
• Ποιοι κερδίζουν από τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης:
– Μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα για τα εισοδήματα που αποκτούν από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Συνεπώς, από 1/1/2021 και έως 31/12/2021 δεν θα διενεργείται από τους εργοδότες παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στις αποδοχές των εργαζομένων τους.
– Ακόμη μία κατηγορία που έχει πληγεί σημαντικά από την υγειονομική κρίση, και που τα τελευταία χρόνια πληρώνει τα «σπασμένα» της δημοσιονομικής κρίσης, είναι οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ότι οι φόροι στην ακίνητη περιουσία εξαπλασιάστηκαν. Το 2010, αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή περίπου 600 εκατ. Το 2018, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη, στα 3,6 δισ. Μετά τις περυσινές μειώσεις, το ποσό περιορίσθηκε στα 26 δισ. Οσοι έχουν εισοδήματα από ακίνητα δεν θα πληρώσουν εισφορά αλληλεγγύης το 2021. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει εισοδήματα από ενοίκια ύψους 20.000 ευρώ θα γλιτώσει 176 ευρώ, για εισόδημα 25.000 ευρώ θα έχει όφελος 426 ευρώ, για 30.000 ευρώ θα «κερδίσει» 676 ευρώ και για 35.000 ευρώ θα γλιτώσει 1.001 ευρώ.
• Οσοι λαμβάνουν μερίσματα.
Στους τυχερούς της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης είναι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς θα κληθούν να πληρώσουν σημαντικά μικρότερο φόρο για τα εισοδήματα που εισπράττουν φέτος και θα φορολογηθούν το 2021. Με την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης που θα υποβάλουν το 2021, θα διαπιστώσουν ότι εκτός από τη μείωση του φόρου που θα προκύψει για τα φετινά τους εισοδήματα με την εφαρμογή της νέας φορολογικής κλίμακας και την εισαγωγή συντελεστή 9% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, θα γλιτώσουν και από την πληρωμή της εισφοράς αλληλεγγύης. Για παράδειγμα, ένας επαγγελματίας με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ θα δει το επόμενο έτος τη φορολογική του επιβάρυνση να μειώνεται κατά 1.652 ευρώ.
Αντιθέτως, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν επλήγησαν από την υγειονομική κρίση οικονομικά, θα συνεχίσουν να πληρώνουν και το 2021 την εισφορά αλληλεγγύης.
• Μείωση εισφορών κατά 3 μονάδες.
Από 8 ευρώ έως και πάνω από 23 ευρώ τον μήνα εκτιμάται η αύξηση των μισθών του ιδιωτικού τομέα από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που θα ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2021. Για τους εργοδότες, το αντίστοιχο κέρδος από το «ψαλίδι» των ασφαλιστικών εισφορών ξεκινάει από 12 ευρώ τον μήνα, σε περίπτωση που αμείβει τον εργαζόμενο με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ για πλήρη απασχόληση, και ξεπερνάει τα 35 ευρώ εάν ο μισθός είναι άνω των 2.000 ευρώ. Σήμερα οι ασφαλιστικές εισφορές, στο βασικό πακέτο κάλυψης μισθωτού, ανέρχονται σε 39,66%, μετά την πρόσφατη μείωση κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες, που ισχύει από τον περασμένο Ιούνιο. Τα ασφάλιστρα επιμερίζονται κατά 15,33% στον εργαζόμενο και κατά 24,33% στον εργοδότη. Η μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες διαμορφώνει το συνολικό ασφάλιστρο στα 36,66% και μεταφράζεται σε «ψαλίδισμα» 7,5% των εισφορών.
Η μείωση προβλέπεται μόνο για το 2021, όμως κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι θα βρεθεί τρόπος, ήτοι χρηματοδότηση, ώστε να παγιωθεί. Αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, όχι δημοσίους υπαλλήλους, εργαζομένους σε δήμους και ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ εντός της γενικής κυβέρνησης. Και κατανέμεται κατά 1,79 ποσοστιαία μονάδα για τους εργοδότες και κατά 1,21 ποσοστιαία μονάδα για τους εργαζομένους. Βάσει των σχετικών υπολογισμών, η σωρευτική ετήσια ελάφρυνση εκτιμάται σε 750 εκατ. ευρώ για εργοδότες και εργαζομένους, με στόχο η σημαντική αυτή μείωση του μη μισθολογικού κόστους των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να λειτουργήσει ως κίνητρο για την ενίσχυση της απασχόλησης.
Το αθροιστικό όφελος εργαζομένου – εργοδότη ξεκινάει από τα 20 ευρώ τον μήνα για τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και φτάνει μέχρι τα 60 ευρώ τον μήνα για μεικτούς μισθούς της τάξης των 2.000 ευρώ. Να σημειωθεί εδώ ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα ισχύσει οριζόντια για όλους τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, είτε εργάζονται με πλήρη είτε με μερική απασχόληση, με το όφελος στη δεύτερη αυτή περίπτωση να είναι ανάλογο με το ασφαλιστέο εισόδημα. Εκτιμάται έτσι ότι μικρή αύξηση, κοντά στα 5-7 ευρώ τον μήνα, θα έχουν και περίπου 650.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με μερική απασχόληση.
Παραδείγματα
Από τις αλλαγές που θα επέλθουν από την 1η Ιανουαρίου, μισθωτός με μεικτές αποδοχές ύψους 1.500 ευρώ θα κερδίσει σε ετήσια βάση 317,38 ευρώ ή 22,67 ευρώ τον μήνα. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος από την εισφορά αλληλεγγύης ανέρχεται στα 9,08 ευρώ τον μήνα και 18,15 ευρώ από τις ασφαλιστικές εισφορές. Σημειώνεται ότι εξαιτίας των αλλαγών αυξάνεται και ο φόρος κατά περίπου 4,5 ευρώ. Το καθαρό ποσό που θα λάβει διαμορφώνεται στα 1.144,33 ευρώ από 1.121,66 που είναι σήμερα.
Οσο το εισόδημα αυξάνεται τόσο αυξάνονται τα οφέλη για τους μισθωτούς. Συγκεκριμένα, για μεικτές αποδοχές 3.000 ευρώ, το καθαρό ποσό ανέρχεται σήμερα σε 1.923,39 ευρώ. Από την 1η Ιανουαρίου το ποσό αυτό θα αυξηθεί στις 2.020,12 ευρώ. Το ετήσιο όφελος φθάνει στα 1.354,22 ευρώ.
Για μισθωτό με μεικτές αποδοχές 4.000 ευρώ, το καθαρό ποσό ανέρχεται στις 2.345,65 ευρώ. Από το 2021 το ποσό αυτό θα φθάσει τις 2.506,27 ευρώ, δηλαδή θα αυξηθεί κατά 160,62 ευρώ μηνιαίως. Σε αυτή την περίπτωση ο μισθωτός κερδίζει σχεδόν έναν μισθό ετησίως, και συγκεκριμένα 2.248,68 ευρώ.
Υψηλότερες αποδοχές και αναδρομικά για 200.000 συνταξιούχους
Με καθυστέρηση τουλάχιστον ενός χρόνου αναμένεται να εφαρμοστούν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021 σημαντικές διατάξεις της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, επιφέροντας αυξήσεις σε συντάξεις παλαιών και νέων δικαιούχων, αλλά και αναδρομικά τουλάχιστον 16 μηνών.
Πρόκειται για τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης που αυξάνουν την ανταποδοτικότητα των παροχών, σε περιπτώσεις ασφαλιστικού βίου άνω των 30 ετών, αλλά και για περιορισμό της μείωσης των συντάξεων, σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχων.
Η πρώτη διάταξη, με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, ισχύει αναδρομικά από την 1η Οκτωβρίου του 2019, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη έχουν σωρευθεί αναδρομικά 16 μηνών. Οι νέοι συνταξιούχοι, που έχουν συνταξιοδοτηθεί εξαρχής με τον νόμο Κατρούγκαλου, καθώς υπέβαλαν αίτηση από 13 Μαΐου 2016 και μετά, δικαιούνται εξαρχής το 100% της αύξησης. Αντίθετα, οι παλαιοί συνταξιούχοι, που ήταν ήδη στη σύνταξη τον Μάιο του 2016, δικαιούνται το 1/5 της αύξησης για το 2019 και το 2020 και τα υπόλοιπα 4/5 ανά έτος έως και το 2024.
Αναλυτικά, η επικείμενη αύξηση των συντάξεων αφορά περίπου 200.000 συνταξιούχους και συγκεκριμένα:
• Περίπου 40.000 νέους συνταξιούχους (με αίτηση συνταξιοδότησης από 13 Μαΐου 2016 και μετά) χωρίς προσωπική διαφορά. Αυτοί δικαιούνται αύξηση στην καταβαλλόμενη σύνταξη, που κυμαίνεται κατά μέσον όρο στα 50 ευρώ από 1η Οκτωβρίου.
• Περίπου 50.000 παλαιούς συνταξιούχους (αποχώρηση πριν από τις 12 Μαΐου 2016) με μικρή θετική προσωπική διαφορά κατά μέσον όρο περίπου 30 ευρώ. Με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης ισοφαρίζουν την προσωπική διαφορά και κερδίζουν αύξηση μεσοσταθμικά 30 ευρώ σε 5 ετήσιες δόσεις έως το 2024.
• Περίπου 100.000 παλαιούς συνταξιούχους που έλαβαν αύξηση από 1/1/2019 (αρνητική προσωπική διαφορά) με τον νόμο Κατρούγκαλου. Δικαιούνται νέα μεσοσταθμική αύξηση της τάξης των 40-50 ευρώ σε πέντε ετήσιες δόσεις έως το 2024.
Παράλληλα υπάρχουν περίπου 500.000 παλαιοί συνταξιούχοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης πριν από τον Μάιο του 2016 και οι οποίοι θα έχουν σε μεγάλο βαθμό μόνο λογιστική επίπτωση στη σύνταξή τους, καθώς η δικαιούμενη αύξηση θα απορροφηθεί από την προσωπική διαφορά. Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει προσωπική διαφορά, δηλαδή η σύνταξη που παίρνει είναι υψηλότερη από αυτή που δικαιούται μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου.
Με την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης η προσωπική διαφορά θα μειωθεί, όμως όχι τόσο ώστε να καλύψει το υπερβάλλον ποσό που ήδη λαμβάνουν. Η συγκεκριμένη κατηγορία θα καταφέρει να λάβει αύξηση στο εισόδημά της μετά το 2023.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος που εισήχθη με τον νόμο Βρούτση, μετά και την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας του νόμου Κατρούγκαλου, είναι όσοι αποχωρούν ή έχουν αποχωρήσει με 40ετία ασφάλισης. Στην πράξη, επισημαίνουν πως το μεγαλύτερο κέρδος έρχεται όταν ο ασφαλισμένος έχει 40 έτη ασφάλισης και υψηλό συντάξιμο μισθό.
Οσα περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης, τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει. Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην 5ετία 35-40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Αντίστοιχα για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ, σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ.
Πιθανότατα στο τέλος Μαρτίου, με τη σύνταξη Απριλίου, εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει και η εφαρμογή της διάταξης που προβλέπει μειωμένο «πέναλτι» 30% στη σύνταξη για τους συνταξιούχους που εργάζονται. Η αύξηση στη σύνταξη είναι της τάξης του 75% και μαζί θα υπάρξουν και αναδρομικά, από τον Φεβρουάριο του 2020 και εφεξής.
Ο κατώτατος μισθός
Εντός του καλοκαιριού και συγκεκριμένα τον Ιούλιο δεν αποκλείεται να υπάρξει και κάποια μικρή και πιθανότατα συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού, εφόσον οι βαριές παρενέργειες της πανδημίας του κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Σε προεκλογικό χρόνο και πριν από την παγκόσμια υγειονομική κρίση, η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί για αυξήσεις στις κατώτατες αμοιβές που θα κινούνται με διπλάσια ταχύτητα από την αύξηση του ΑΕΠ. Για την ώρα, η διαδικασία αναβάλλεται, για δεύτερη φορά, με διάταξη που ψηφίστηκε στο τελευταίο πολυνομοσχέδιο-σκούπα που πέρασε από τη Βουλή την περασμένη Δευτέρα. Το ζήτημα μεταφέρεται για το τελευταίο 10ήμερο του Μαρτίου ώστε να ολοκληρωθεί στο τέλος Ιουλίου, όταν ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί τον νέο κατώτατο μισθό στο υπουργικό συμβούλιο. Βέβαια, με την εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση που διαμορφώνεται στην ελληνική οικονομία και την ύφεση να φλερτάρει με διψήφιο αριθμό, η διαδικασία για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού δεν αναμένεται εύκολη.