Σάββατο 20.04.2024
More

    Γιαννιώτικες Ιστορίες

    Πάσχα στη δεκαετία του ‘50

    Ο Ήλιος ήταν ζεστός και ο καιρός Νοτιάς. Όλα φαίνονταν φρέσκα και το καινούργιο πράσινο της Άνοιξης λαμπίριζε στα κλαδιά των δέντρων, στους κήπους και στους ελεύθερους χώρους του Κάστρου. Όλα έδειχναν το περπάτημα της Άνοιξης.

    Όλη τη Μεγάλη βδομάδα δούλευα με τον πατέρα μου, που είχε γυρίσει από τις εξορίες  πριν έντεκα μήνες και πίστευα ότι δεν θα έφευγε ξανά.

    Το πελώριο χέρι του φόβου έπαψε να είναι απλωμένο πάνω μας σαν ένα μαύρο σύννεφο, που ανέβαινε κάθε τόσο και μας τύλιγε. Είχε έρθει ο καιρός της χαράς, των γέλιων και τα οικονομικά μας  είχαν μπει σε μια σειρά.

    Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός μάστορας. Στην αρχή δεν εύρισκε δουλειά, δεν τον έπαιρναν στις δουλειές. Αλλά ο Νίκος, ο μηχανικός, εκτιμώντας την ποιότητα της δουλειάς του και αδιαφορώντας για τα άλλα, του έδωσε δουλειές. Θυμάμαι τον πατέρα μου που έλεγε:

    ” Εμείς πρέπει να φτιάχνουμε τα σπίτια σαν να είναι δικά μας, σαν να πρόκειται να ζήσουμε εμείς σ’  αυτά. Να είναι όμορφα, γερά, με άριστες αναλογίες στα υλικά. Να ζουν σ’ αυτά οι άνθρωποι και να χαίρονται τις ομορφιές, στις οποίες βάλαμε και εμείς το μεράκι μας, την τέχνη μας, την καλλιτεχνία μας”.

    Πραγματικά μπορεί να είναι κάποιος μάστορας, αλλά όχι καλλιτέχνης στη δουλειά του.

    Όταν τελείωνε κάποιο μέρος της δουλειάς του, μου φώναζε: “Γιωργάκη καθάρισε εκεί, πάρε αυτό από εκεί, … Ό,τι φτιάχνουμε πρέπει να είναι όμορφο αλλά να φαίνεται και η ομορφιά του”!

    Τη Μεγάλη Εβδομάδα η μάνα μου αγόρασε όλα τα αναγκαία για τις άγιες μέρες και μερικά για κάποιους, που μόνο αυτή ήξερε. Ήταν το πρώτο Πάσχα, που είχαμε χρήματα.

    Πριν από πολλές μέρες είχαμε πάει όλα τα αδέλφια, εκεί, κοντά  στο Γυαλί Καφενέ, στο τσαγκάρικο του Μιλτιάδη και μας είχε πάρει μέτρα για καινούργια παπούτσια. Ως τότε δεν είχαμε φορέσει καινούργια παπούτσια και η χαρά μας ήταν μεγάλη. Τα φορέσαμε τα ξημερώματα της Ανάστασης και όλοι στην εκκλησία μας κοίταζαν!.

    Την Κυριακή του Πάσχα η μάνα μου και ο πατέρας σηκώθηκαν πρωί. Άναψαν φωτιά και σούβλισαν το αρνί, που μας είχε φέρει ο Φίλλιπας από το Μπιζδούνι. Μας έφερε και μια καρδάρα γάλα. Το γάλα ήταν η μεγάλη μας χαρά. Ήταν η μέρα που μπορούσαμε να πιούμε γάλα. Τις άλλες μέρες πίναμε τσάι  με λίγη ζάχαρη και τρώγαμε μια φέτα ψωμί, ζυμωμένο από τη μάνα μας.

    Ο πατέρας μου με είχε βάλει να γυρίζω τη σούβλα. Μου έλεγε τι και πώς να κάνω. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν κουράστηκα. Εγώ, αν και ένοιωθα κουρασμένος, δεν άφηνα να γυρίσει άλλος τη σούβλα. Δίπλα μου ο αδελφός μου ο Παύλος γύριζε την σούβλα με το κοκορέτσι και κάθε λίγο στη θέση του έμπαινε ο πατέρας μου. Η μάνα μου και οι αδελφές έκαναν άλλες ετοιμασίες.

    Οι πρώτοι, που ήρθαν στον κήπο μας, ήταν τέσσερις Κεφαλλονίτες με δυο κιθάρες. Οι μελωδίες ακούστηκαν στη γειτονιά και μαζεύτηκε κόσμος, γνωστοί και άγνωστοι. Έπειτα, συγγενείς και φίλοι στρώθηκαν στα τραπέζια κάτω από την καρυδιά μας.

    Σε λίγο μας έφεραν κι ένα κατσίκι. Ο πατέρας μου το σούβλισε και αυτό.

    Στο σπίτι μας ήρθαν ακόμη ένα αντρόγυνο, η Ξανθή που ζούσε μόνη της κι ένα ζευγάρι με τα παιδιά τους. Είχε φροντίσει η μάνα μου να τους προσκαλέσει στο Πασχαλιάτικο τραπέζι μας.

    Η μάνα μου, η αδελφή της μάνας και η αδερφή μου τους έφερναν μεζέδες. Όλοι παίνευαν τα φαγητά της μάνας μου. Είχε πήξει και γιαούρτι.

    Η μάνα μου άρχισε το χορό. Οι γειτόνισσες, οι γείτονες που άφησαν στην άκρη τις ντροπές, φίλοι και περαστικοί, μπήκαν στο χορό. Οι πιο πολλοί χόρευαν και τραγουδούσαν. Ο πατέρας μου τους κέρναγε κρασί, ούζο και τσίπουρο. Όλοι μπήκαν στα κέφια. Δυο οικογένειες της γειτονιάς, τρεις συγγενικές και δυο φιλικές έφεραν και τα φαγητά τους.

    Οι φίλοι του πατέρα μου, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και φώναζαν:

    “Με υγείες και πάντα ελεύθεροι”!

    Μετά ήρθε ο Κώστας με το ούτι του. Είπε όμορφα τραγούδια και  αρκετοί χόρεψαν Ποντιακούς χορούς.

    Στη μια το μεσημέρι ήρθε ο Χρήστος, που βρισκόταν μαζί με τον πατέρα μου, στα ταξίδια τους, με το κλαρίνο του. Μαζί του ήταν ο Ηλίας με το βιολί του και ο Παντελής με το ντέφι του. Ο Κώστας με το ούτι του συμπλήρωσε την παρέα.

    Πέντε άτομα ήταν αυτοί που δε χόρευαν. Όλοι χόρευαν λίγο πιο πέρα από την καρυδιά, δίπλα στα κρίνα, τις τριανταφυλλιές, τα γιασεμιά, κάτω από τις ανθισμένες κουμπλιές και δίπλα από τις κυδωνιές και τις συκιές της αυλής μας. Ένα τραπέζι στρώθηκε πιο κοντά στο σπίτι, κάτω από την μπουνιά (μουριά), μια και δεν έφθαναν τα τραπέζια που είχαν στρωθεί.

    Ο πατέρας μου, έκοβε κομμάτια από το αρνί και το κοκορέτσι και τα μοίραζε.

    Τα πιο καλά κομμάτια τα έδινε σε μας, τα παιδιά του.

    Από την κάτω πόρτα της αυλής, μπήκαν κάποιοι γνωστοί μας και ρώτησαν: “Γάμο έχετε”; “Γιορτάζουμε το Πάσχα της ελευθερίας”, απάντησε ο πατέρας μου και τους κέρασε κρασί. Αυτοί ευχήθηκαν και κοίταζαν με απορία.

    Κάποια στιγμή η μάνα μου έφερε μια κατσαρόλα και έβαλε μέσα το ένα πόδι του ψημένου αρνιού.

    Ο πατέρας μου τη ρώτησε: “Κυρά πού το πας το κρέας;”  (Πάντα ο πατέρας μου “κυρά” φώναζε τη μάνα μου).” Για τα παιδιά, για αύριο”, είπε σιγανά η μάνα μου.

    “Άστο εδώ, αύριο θα σας αγοράσω άλλο. Κυρά σήμερα γιορτάζουμε”.

    Τα όργανα έπαιζαν ασταμάτητα και όλοι χόρευαν. Ο πατέρας μου σταμάτησε τα όργανα, για να φάνε. Τότε η μάνα μου, με την αδελφή της, την κυρά Βούσιου, την κυρά Καλλιόπη και τον κυρ-Τάσσιο τραγούδησαν Μετσοβίτικα τραγούδια. Ο πατέρας μου κάθε λίγο και πιωμένος με φώναζε και μ’ έβαζε να του μεταφράσω τα τραγούδια.

    Τα γλέντια κράτησαν ως τη δύση του Ήλιου.

    Άλλοι χόρευαν και άλλοι κάθονταν να ξαποστάσουν και μετά, πάλι, χορούς και τραγούδια.

    Τα πιτσιρίκια τόσο πολύ ξεχάστηκαν, που λησμόνησαν το φαΐ!

    Η μάνα μου τους κέρασε όλους γλυκό κυδώνι. Εμείς τα παιδιά φάγαμε διπλό γλυκό, γλύψαμε και το πιατάκι μας.

    Όλοι βοήθησαν να μαζευτούν οι καρέκλες, τα τραπέζια και να τα πάνε στους νοικοκυραίους τους!

    Ο θείος μου ο Κώστας ζώστηκε την ποδιά και έπλυνε όσα χρειάζονταν πλύσιμο, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας μου!

    Η θεία μου η Βαγγέλα βοήθησε τη μάνα μου στο σιγύρισμα του σπιτιού, μια και πολλοί είχαν μπαινοβγεί. Η γιαγιά μου η Μέλπω είχε τη γενική εποπτεία.

    Καθώς η αυλή μας άδειαζε από τους ανθρώπους, μ’ έπιασε μια μελαγχολία. Αλλά σκέφτηκα, ας είναι κοντά μας ο πατέρας μου και θα κάνουμε πολλά γλέντια.

    Είδα τη γιαγιά μου να χαμογελάει. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί ήταν λυπημένη. Την δικαιολόγησα μετά από χρόνια, βλέποντας τα τόσα που άφησαν στα Κοτύωρα του Πόντου.

    Ήταν απλά ένα χαμόγελο και τίποτε παραπάνω, πάντως ήταν ένα χαμόγελο. Κάτι ελάχιστο, όπως το αδιόρατο τρεμούλιασμα ενός φύλλου στο δάσος, την ώρα που πετάει από πάνω του ένα ξαφνιασμένο πουλί. Ήταν ένα χαμόγελο της γιαγιάς μου, που με έκανε χαρούμενο.

    Μια όμορφη Κυριακή του Πάσχα, πέρασε. Ο Ήλιος βασίλεψε και το γλυκό δειλινό ήσυχα έσβησε στη νύχτα.

    Ξύπνησαν οι αναμνήσεις του ανέμου και των δέντρων, του Ήλιου και της πρασινάδας, λησμονημένων πραγμάτων!

    Κάθε φορά, που βγαίνω στην αυλή, θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι το μελαγχολικό πρόσωπο της γιαγιάς μου, την αδελφή μου που έφυγε, μα πιο πολύ τα πράσινα μάτια του πατέρα μου και τα γαλάζια της όμορφης μάνας μου.

    Τα χαμόγελά τους ήταν τόσο πλατιά όσο οι ουρανοί των Γιαννίνων τις μέρες που τα πλατάνια τρεμουλιάζουν και οι κήποι ξεχειλίζουν από τα τραγούδια των πουλιών και την συγχορδία των τζιτζικιών.

    Τα δικά μου συναισθήματα, ειρήνη, και ευημερία. Αμέριμνος λαός, φιλόξενος.

    Αυτά έχει ο χρόνος, σε κάνει να ξεχνάς και να θυμάσαι πολλά.

     

     

    Γράφει ο Γιώργος Μακρίδης

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ