Παρασκευή 26.04.2024
More

    Ολογράμματα ανθρώπων κατοικούν τις επιθυμίες τους

    Το νέο βιβλίο του Γιάννη Πάσχου

    Μαθημένοι στον στενό ορίζοντα της πόλης, με το βλέμμα να αδυνατεί να πέσει μακριά, οι αποστάσεις μικραίνουν και τα μεγέθη αλλάζουν ανάλογα με τις ανάγκες της πολεοδομίας και της αγοράς. Οι πόλεις είναι φτιαγμένες πάνω σε ανάγκες, που και που όμως δίνουν χώρο και στις επιθυμίες.

    Ένα μικρό πάρκο ανάμεσα σε θηριώδεις πολυκατοικίες, ή μερικές μονοκατοικίες που αντιστέκονται στην υπεραξία της αντιπαροχής.

    Σε αυτές τις πόλεις, αν είσαι τυχερός, τα μάτια σου αντέχουν μέχρι τα 40 και τα 50 σου και μετά ψάχνουν τα όρια του κοντά και του μακριά. Λιγότερο τυχερός ανακαλύπτεις τα οφέλη της μυωπίας νωρίτερα. Βάζεις τα  γυαλιά, βγάζεις τα γυαλιά, αλλάζεις φακούς, άλλοτε είναι όλα οικεία και κοντινά, άλλοτε θολά, άλλοτε θέλεις να τα διακρίνεις όλα κι άλλες φορές αφήνεσαι στα αδιευκρίνιστα όρια.

    Ο Γιάννης Πάσχος στο νέο του βιβλίο «Φοβού τα βρέφη» από τις εκδόσεις Περισπωμένη, μας ζητάει να αλλάξουμε το βλέμμα μας, να δούμε αλλιώς τον κόσμο γύρω μας. Με τα καινούργια γυαλιά που θα χρειαστούμε για την ανάγνωση των επτά μικρών ιστοριών του, θα βυθιστούμε σε ένα σκοτεινό κόσμο που τον κυβερνούν «βρέφη», ανώριμοι εξουσιαστές, παντοδύναμοι κριτές, κυρίαρχοι εκμεταλλευτές που αφυδατώνουν κάθε ικμάδα ζωής και δημιουργίας για τα πρόσκαιρα οφέλη ενός προσδόκιμου βίου που υπάρχει πια μόνο όσο αγωνιωδώς καταναλώνει.

    Η πόλη και οι άρχοντες της, ο κόσμος της γνώσης, η ιατρική, ο πολιτισμός, όλα όσα ορίζουμε ως η οικειότητα και η συνάφεια του κόσμου μας, αποκαλύπτονται μέσα από διαφορετικές οπτικές, με άλλα χρώματα, νέες σκηνές και γεγονότα. Σαν να βλέπεις αυτό που είναι, αλλά και αυτό που είναι αλλιώς, σαν να σηκώνεις την κουρτίνα που δεν είναι μπροστά από τη σκηνή, αλλά πίσω εκεί που παίζεται το ίδιο έργο, αλλά διαφορετικά.

    Ο συγγραφέας οικοδομεί έναν νέο κόσμο, με την εικονοκλαστική γοητεία της λεπτομέρειας, της αποσαφήνισης, της απολέπισης, της απομάγευσης. Περιγράφει το μακρύ ταξίδι στη ζούγκλα του κόσμου μας σαν σκηνή από το «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόπολα και σαν πίνακα του Φράνσις Μπέικον, αλλά ταυτόχρονα και σαν καταβύθιση σε ένα ανησυχητικά γοητευτικό σύμπαν του Μάρκες, ή σαν ατάκα ύποπτα αστεία από τις ταινίες του Γούντι Άλλεν.

    Οι ιστορίες του Γιάννη Πάσχου δεν μπορούν να περιγραφούν, παρά μόνο να διαβαστούν. Ανήκουν στη χορεία των ιστοριών τρόμου, με τον αναγνώστη να βυθίζεται στα πιο τρομερά όνειρά του, νιώθοντας ότι κάπως έτσι ήταν τελικά όσα έβλεπε και ένιωθε εκεί έξω στη ζωή, σαν να επιβεβαιώνονται όλοι του οι φόβοι για την αληθινή φύση των πραγμάτων.

    Γιατί, ουδείς είναι τόσο αθώος ώστε να παραμένει αδαής και ανύποπτος για πάντα. Ακόμα και όσοι δεν θέλησαν ποτέ να αλλάξουν γυαλιά για να δουν καλύτερα, θα ένιωσαν κάποια στιγμή στις προσωπικές τους στιγμές αποδοχής, ότι η ελευθερία τους έχει όρια, ότι οι επιθυμίες τους δεν εκφράζονται, ότι το σώμα τους δυναστεύεται, ότι ο χρόνος περνάει σαν αέρας, ενίοτε μαύρος από το άρωμα του θανάτου που περιμένει στο τέλος.

    Αλλά πουθενά δεν θα βρεις σε αυτές τις ιστορίες το αναπόδραστο, τη μοιρολατρία, την αποτυχία της παραίτησης και της υποταγής. Ο Γιάννης Πάσχος δεν γράφει ιστορίες τρόμου, όπως πιθανά ανησύχησες στην αρχή, αν και δεν θα είχες και πρόβλημα με λίγα ακόμα κοράκια αλά  Έντγκαρ Άλλαν Πόε ή μερικές δυστοπίες του Φίλιπ Ντικ, ίσως και λίγο άρωμα από Μπουκόφσκι- πάντα καλοδεχούμενα τέτοια βλέμματα.

    Ο Γιάννης Πάσχος ανοίγει κι άλλες κουρτίνες στη σκηνή, ανοίγει χαραμάδες και ρήγματα και υποδεικνύει και διαφορετικές αναγνώσεις κι άλλα βλέμματα. Με λεπτές φέτες χιούμορ, με την κατάφαση στο τυχαίο και την αγάπη για το καθημερινό, με την εκδήλωση και την έκφραση για την ίδια τη  ζωή, σε μια εποχή που «ηρωική πράξη είναι να κατανοείς τον άνθρωπο».

    Κι εκεί έξω στην πόλη, όπως και στις μέσα πόλεις που φτιάχνουμε ο καθένας και η καθεμιά μόνοι μας, υπάρχει η ευκαιρία για ζωή. Αυτή έχουμε άλλωστε, μία, κι «αν είναι να φυσήξει, ας φυσήξει».

    Όπως κάπου γράφει:

    «Μοναχική πόλη, μη με ξεχάσεις, μία τυχαία ανέλπιστη έμπνευση, ένα δροσερό τραγουδάκι, ένα αιμάτινο φιλί, μία υποσχόμενη χειρονομία, μία ακατανόητα αισιόδοξη στιγμή, μη με ξεχνάς».

     

     

    Του ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΥ

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ