Από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της γενιάς του, ο 93χρονος Βιτόριο Γκρεγκότι πέθανε από πνευμονία, την Κυριακή 15 Μαρτίου, στο νοσοκομείο Σαν Τζουζέπε του Μιλάνου.
Ηταν ένας από τους «Χαμένους», όπως ίσως θα έλεγε αναζητώντας τα ίχνη τους ο Ντάνιελ Μέντελσον, ένα από τα χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού COVID-19 στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σχεδίασε από μικρής κλίμακας αντικείμενα μέχρι πολεοδομικά συγκροτήματα, συνδύασε την πρακτική με την έρευνα και τη συγγραφή, επιμελήθηκε εκθέσεις και καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Η μεγάλη του συνεισφορά στην αρχιτεκτονική δεν είναι τα έργα του αυτά καθεαυτά, αλλά η κριτική του θεώρηση. Γι’ αυτόν η αρχιτεκτονική είναι ένας φυσικός και εννοιολογικός τόπος συνάντησης επιστήμης και τέχνης. Ενα διεπιστημονικό πεδίο που αντλεί στοιχεία από τη λογοτεχνία και την τέχνη, την κοινωνιολογία και την ανθρωπογεωγραφία.
Ο Ρέντσο Πιάνο δήλωσε στην εφημερίδα Corriere della Sera: «Η μεγάλη κληρονομιά του ήταν η υπεράσπιση της πόλης και των περιχώρων της. Ως δάσκαλος ήταν βαθυστόχαστος και αυθεντικός, όπως όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι. Ηταν φίλος και αυστηρός καθοδηγητής». Εγραψε μια σειρά από άρθρα για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία για τις ιταλικές εφημερίδες Corriere della Sera και La Repubblica, ενώ διετέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής στα επιδραστικά ιταλικά αρχιτεκτονικά περιοδικά Casabella-Continuità και Rassegna.
Γεννήθηκε στη Νοβάρα το 1927. Γιος εργοστασιάρχη υφαντουργίας και μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, το 1974 ίδρυσε το στούντιο Gregotti Associati ενώ δίδαξε στη Βενετία, στο Παλέρμο και στο Μιλάνο. Θαύμαζε τον Ογκίστ Περέ, τον Λε Κορμπιζιέ, τον Βάλτερ Γκρόπιους και τον Χένρι βαν ντε Βέλντε. Προσπάθησε να συγκεράσει τις αδυναμίες του μοντέρνου κινήματος με ένα ανανεωμένο μοντερνιστικό όραμα που προτάσσει τα κοινωνικά πρότυπα σε συνδυασμό με την αισθητική και τα ιστορικά στοιχεία της παραδοσιακής πόλης.
Τον επηρέασε βαθιά ο φιλόσοφος, σημειολόγος και συγγραφέας Ουμπέρτο Εκο, αλλά και ο μαρξιστής ιστορικός και θεωρητικός αρχιτεκτονικής Μανφρέντο Ταφούρι. Το 1964 επιμελήθηκε, μαζί με τον Εκο, την 13η Τριενάλε στο Μιλάνο: μια πειραματική έκθεση τέχνης, αρχιτεκτονικής και βιομηχανικού σχεδιασμού, μια μοναδική σύμπραξη αρχιτεκτονικής και φιλοσοφίας με θέμα τον «Ελεύθερο Χρόνο και την Αναψυχή». Η συνεργασία μαζί του τον εισήγαγε στους νεο-αβανγκάρντ λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο του «Il territorio dell’architettura» (Το πεδίο της αρχιτεκτονικής, 1966) εκδόθηκε από τον οίκο Φελτρινέλι υπό την επιμέλεια των Αρμπαζίνο και Σανγκουινέτι του ιταλικού λογοτεχνικού κινήματος Gruppo 63.
Εξίσου σημαντική είναι η έρευνά του πάνω στη γεωγραφία και τη σχέση της με την αρχιτεκτονική. Επηρεασμένος από τις απόψεις του Πολ Βιντάλ ντε λα Μπλας –που εισήγαγε το πολιτιστικό στοιχείο στη γεωγραφική μελέτη–, διερεύνησε τη σχέση αρχιτεκτονικής και τόπου, κτιρίων και περιβάλλοντος, ενσωματώνοντας το τοπίο ως μέσο διασύνδεσης και οργάνωσης του αρχιτεκτονικού κόνσεπτ.
Ενα από τα σημαντικότερα έργα του είναι η αποκατάσταση του Ολυμπιακού Σταδίου της Βαρκελώνης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992. Μεταξύ άλλων σχεδίασε το Στάδιο Λουίτζι Φεράρι στη Γένοβα που φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 1990 και πολυάριθμα πολιτιστικά και πανεπιστημιακά κτίρια, όπως το Πολιτιστικό Κέντρο Belém (Λισσαβώνα), το Μεγάλο Θέατρο της Προβηγκίας (Γαλλία), την Οπερα Αρτσιμπόλντι (Μιλάνο), το Εθνικό Θέατρο του Πεκίνου, το Τμήμα Επιστημών του Πανεπιστημίου του Παλέρμο και το Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας. Εμβάθυνε στην ανάπλαση συγκροτημάτων κοινωνικής στέγασης στο Τσεφαλού στη Σικελία αλλά και ολόκληρων συνοικιών όπως η Μπικόκα στο Μιλάνο, με την υποδειγματική επανάχρηση του πρώην βιομηχανικού συγκροτήματος της Πιρέλι. Αναδιάρθρωσε το λιμάνι της Βενετίας και ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες που κλήθηκαν να οραματιστούν την Ποτσντάμερ Πλατς στο Βερολίνο τη δεκαετία του ’90. Σχεδίασε νέες πόλεις, όπως η Πούτζανγκ κοντά στη Σαγκάη, πλοία για την εταιρεία Costa Cruises και γραφιστικά για τη Φεράρι, ενώ ένα από τα ομορφότερα έργα του είναι η εκκλησία του Σαν Μασιμιλιάνο Κόλμπε στο Μπέργκαμο. Στα πιο αμφιλεγόμενα πρότζεκτ του συγκαταλέγεται η εργατική συνοικία ΖΕΝ (1969) στο Παλέρμο. Βασισμένη στο λεκορμπιζιανό ιδεώδες της φονξιοναλιστικής μαζικής κατοίκησης, μιας τυποποιημένης και α-τοπικιστικής κοινωνικής αρχιτεκτονικής, παρήκμασε τελείως και είναι πλέον συνώνυμη με το έγκλημα και τη φτώχεια.
Η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας του χρωστάει την ύπαρξή της. Με τις ευλογίες του Κάρλο Ρίπα ντι Μεάνα, από το 1975 και για τα τρία επόμενα χρόνια διετέλεσε διευθυντής των Εικαστικών Τεχνών, στρέφοντας για πρώτη φορά το βλέμμα του κοινού στην αρχιτεκτονική. Eπιμελήθηκε προτάσεις για την επαναχρησιμοποίηση του εγκαταλελειμμένου αλευρόμυλου Μολίνο Στάκι στην Τζουντέκα της Βενετίας, ενώ το 1976 αφιέρωσε 5 τμήματα στην αρχιτεκτονική, με σημαντικότερη την έκθεση «Ευρώπη-Αμερική, ιστορικό κέντρο, προάστιο» – σημείο συνάντησης και αντιπαράθεσης πρωτοπόρων Ευρωπαίων και Αμερικανών αρχιτεκτόνων. Εκεί «επικυρώθηκε» η οριστική εγκατάλειψη της ουτοπίας του μοντέρνου κινήματος και πρωτοεμφανίστηκε η έννοια της «εκθεσιακής αρχιτεκτονικής», βάζοντας τα θεμέλια για μια αυτόνομη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής το 1980.
Η φετινή 17η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ταχεία εξάπλωση του κορωνοϊού. Μετατέθηκε, με επιφύλαξη, για τις 19 Αυγούστου, αντί για τις 23 Μαΐου. Με επιμελητή τον Λιβανέζο Χασίμ Σαρκίς, κοσμήτορα της Σχολής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού του MIT, και γενικό θέμα «Πώς θα ζήσουμε μαζί;», φιλοδοξεί σε χρόνους αβεβαιότητας να μας υπενθυμίσει την κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής. Οψόμεθα. Ο Πάολο Μπαράτα, πρόεδρος της Μπιενάλε αναφέρει: «Η αρχιτεκτονική μάς κάνει πιο ευαισθητοποιημένους ανθρώπους. Μας βοηθάει να γίνουμε πολίτες, όχι μόνο καταναλωτές. Μας ενθαρρύνει να εξετάσουμε τις έμμεσες επιπτώσεις των ενεργειών μας. Μας βοηθάει να κατανοήσουμε πληρέστερα τη σημασία των δημόσιων αγαθών».
Υπέρτατο δημόσιο αγαθό είναι η υγεία. Απαιτούνται ισχυρά εθνικά συστήματα υγείας, ανοικτά και προσβάσιμα για όλους. Η τωρινή κρίση το επιβεβαίωσε. Ο Βιτόριο Γκρεγκότι θα είναι νοερά εκεί με ένα από τα δεκάδες βιβλία του, το «Contro la fine dell’architettura» (Ενάντια στο τέλος της αρχιτεκτονικής, 2008), στο οποίο καταγγέλλει τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική έχει χάσει τον κοινωνικό της ρόλο και έχει αρκεστεί σε μια αυτοαναφορική άσκηση ύφους.
Ο ίδιος δήλωσε στην εφημερίδα La Stampa το 2019: «Οι αρχιτέκτονες δημιουργούν εικόνες μόνο για να καταπλήξουν παρά για να προτείνουν έργα. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει ξεχάσει ότι έχει στη βάση της ένα συλλογικό προϊόν και πρέπει να απαντήσει σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες που συνδέονται με τους τόπους και την ιστορία τους».