Και τα κότσια όσο βαστούσαν/ τους γειτόνους πολεμούσε.
Μα σαν γέρασε κι αυτός/ την ειρήνη, πιο σοφός,
στέργει για να γαληνέψει.
Αλ. Πούσκιν
Η πάχνη σαν τούλι σκεπάζει κρίνα, ρόδα, πηγές και βρύσες.
Μαύρο σκοτάδι τυλίγει το πικρό δάκρυ του θανάτου, εκεί που ο πόλεμος σκορπά τα βάσανά του.
Είναι ευχάριστο να έχεις γειτονιά, σπίτι, οικογένεια, συγγενείς, φίλους, συνανθρώπους, τόπο… και θλιβερό να σου γκρεμίζουν το σπίτι, να σε σκοτώνουν, να δολοφονούν εσένα, την οικογένειά σου, τους φίλους σου, τους συνανθρώπους σου!
Το πιο οδυνηρό είναι μετά την ερήμωση του τόπου σου, τις δολοφονίες των δικών σου, των συγγενών σου, των φίλων σου, των γειτόνων σου… να επιζήσεις και να θέλουν να σε εξορίσουν!
Να πας πού; Με ποιους; Πώς να ζήσεις;
Τι να θυμάσαι και τι να λησμονήσεις. Όσοι επιβάλουν εξορίες δεν έχουν μυαλό, είναι αναίσθητοι, δεν είναι άνθρωποι.
Μόνο όποιος έζησε τις εξορίες, τον εκπατρισμό, ξέρει τι σημαίνει αυτό.
Με νοιάζουνε τα κλάματα του κόσμου. Το κλάμα της κάθε ψυχής που νοιώθει πόνο.
Το κύμα των ονείρων μας δε θα πεθάνει.
Έλα αδέρφι μου να πετάξουμε μαζί, στις καρδιάς μας τις αγάπες.
Γιώργος Μακρίδης