Όλες αυτές τις ημέρες του εγκλεισμού μαζεύουμε μέσα μας μικρά μικρά πετραδάκια, σαν αυτά που παίρνουμε μαζί μας από τις παραλίες τα καλοκαίρια για να έχουμε τη ζεστασιά της
ανάμνησης τον χειμώνα.
Τούτα εδώ τα πετραδάκια είναι ψηφίδες ενός κόσμου που καταρρέει και ανασυντίθεται συνέχεια, κάθε λεπτό και κάθε ώρα εντός μας όλο αυτό το διάστημα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ζούμε κάτι πρωτόγνωρο. Και δεν είναι μόνο αίσθηση, αλλά και βεβαιότητα ότι ζούμε κάτι νέο, κάτι που δεν έχουμε ξαναζήσει.
Και η διαφορά σε σχέση με πριν, είναι ότι αυτή η συνεχής αναδημιουργία του κόσμου μας, δεν έχει πού να πατήσει, δεν έχει πού να ρίξει άγκυρα, αλλά κινείται σε ένα συνεχές
μετέωρο. Ή έτσι νιώθουμε τουλάχιστον. Από εκεί άλλωστε πηγάζει και η μεγάλη μας ανησυχία, από την υποψία ότι όχι απλώς κινδυνεύουμε, αλλά ότι πλέουμε σε άγνωστες θάλασσες, χωρίς φάρους, χωρίς στεριές που θα μας περιμένουν.
Δεν είναι όμως έτσι. Ο κίνδυνος είναι που μας κάνει να μην βλέπουμε καλά. Και να πατήσουμε έχουμε και οι φάροι είναι στις θέσεις τους, απλώς δεν τους βλέπουμε γιατί αντάριασε στον ορίζοντα και νιώθουμε αδύναμοι.
Κι εδώ είναι που ξεπηδάει η δύναμη ξανά που μας βάζει πάλι
στο ταξίδι.
Όλες αυτές τις μέρες οι άνθρωποι αντέχουν, γιατί ανακαλούν από μέσα τους μνήμες, εικόνες, φωνές, κόσμους που υπήρξαν και άφησαν γερές ρίζες. Δεν είμαστε μόνοι. Δεν ζήσαμε μονάχοι. Ο κόσμος μας δεν είναι μια ιστορία καταστροφών και ερήμωσης όπως προπαγανδίζουν οι κάθε λογής φωνές της απόγνωσης γοητευμένες από την άρνηση της ζωής. Αν υπήρξαμε έστω και για ένα λεπτό στη ζωή μας ελεύθεροι και ευτυχισμένοι, θα ξαναϋπάρξουμε. Αν φυτέψαμε κάτι στη ζωή μας πριν, θα φυτρώσει στο μέλλον. Αυτή είναι η νίκη της ζωής επί του θανάτου. Είθε ο δρόμος της συνάντησής μας να είναι σύντομος. Είθε οι ευχές μας να γίνουν οι πέτρες που θα αρμολογήσουν ξανά τον κόσμο μας όπως τον θέλουμε.