Πέμπτη 28.03.2024
More

    Κλιματική αλλαγή: Γιατί τα βράδια μας ιδιαίτερα γίνονται όλο και πιο καυτά

    Η κλιματική αλλαγή κάνει τους καύσωνες όλο και πιο συχνούς, έντονους και μεγαλύτερους σε διάρκεια

    Η πιο ζεστή νύχτα που έχει καταγραφεί στον πλανήτη ήταν στις 28 Ιουνίου του 2018 στο παραθαλάσσιο Κουραγιάτ του Ομάν. Στο πιο ψυχρό σημείο εκείνης της καυτής ημέρας η θερμοκρασία άγγιζε τους 42,6 βαθμούς Κελσίου.

    Με την κλιματική αλλαγή να κάνει τους καύσωνες όλο και πιο συχνούς, έντονους και μεγαλύτερους σε διάρκεια, δεν γίνονται κυριολεκτικά καυτές μόνον οι ημέρες μας, αλλά και οι νύχτες μας.

    Για την ακρίβεια, μελέτες έχουν καταγράφουν ότι οι θερμοκρασίες τα βράδια τείνουν τα τελευταία χρόνια να αυξάνονται πιο γρήγορα από ό,τι τις ημέρες.

    Υπολογίζεται ότι εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη η νυχτερινή θερμοκρασία στο μεγαλύτερο μέρος της γης έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 0,25 βαθμούς Κελσίου περισσότερο συγκριτικά με τα αντίστοιχα δεδομένα για την διάρκεια του υπόλοιπου 24ωρου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο υδράργυρος χτυπά «κόκκινο» συνήθως τα μεσημέρια.

    Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι θερμοκρασίες τη νύχτα επηρεάζονταν πιο εύκολα από την αύξηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου.

    Μοιραία, καθώς οι καύσωνες πυκνώνουν, οι αφόρητα ζεστές νύχτες επίσης αυξάνονται σε συχνότητα. Στο Λονδίνο για παράδειγμα υπολογίζεται ότι πλέον φτάνουν σε αριθμό τις 40 στη διάρκεια ενός έτους.

    Στις ΗΠΑ από την άλλη εκτιμάται ότι οι μέσες νυχτερινές θερμοκρασίες μπορεί να αυξηθούν κατά περίπου 5 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα τέλη του αιώνα, σε περίπτωση που γίνουν πραγματικότητα τα πιο απαισιόδοξα σενάρια για την κλιματική αλλαγή.

    «Παγίδα θερμότητας» οι πόλεις

    Ακόμη και ένας σύντομος καύσωνας μπορεί να συνοδευτεί με ζεστές νύχτες που επιμένουν σε διάρκεια, ίσως και περισσότερο από τις ημέρες, ανάλογα και με τα επίπεδα υγρασίας. Και δη στις πυκνοκατοικημένες τσιμεντουπόλεις.

    Αυτό συμβαίνει επειδή το σκυρόδεμα και η άσφαλτος απορροφούν τις υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και απελευθερώνουν τη θερμότητα πιο αργά κατά τη διάρκεια της νύχτας.

    Πρόκειται για το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, που γίνεται ακόμη πιο έντονο σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν πολλοί «πνεύμονες» πρασίνου, όπως πάρκα και πλατείες, που λειτουργούν ως οάσεις δροσιάς.

    Το φαινόμενο επιτείνεται όταν τα κτίρια είναι το ένα δίπλα στο άλλο, μην επιτρέποντας την καλή κυκλοφορία του αέρα.

    Ως «πολλαπλασιαστής» του λειτουργούν υλικά και επιφάνειες που κυριαρχούν στο αστικό περιβάλλον και συγκρατούν τη θερμότητα, όπως είναι η άσφαλτος, το τσιμέντο και τα πεζοδρόμια.

    Κατά τις αφόρητα ζεστές νύχτες την κατάσταση επιτείνει και η χρήση κλιματιστικών, που καθίσταται σε όλο και περισσότερες περιοχές αναγκαία.

    Μπορεί τα μηχανήματα αυτά να παρέχουν δροσιά μέσα στο σπίτι, όμως απελευθερώνουν επιπλέον θερμότητα στο εξωτερικό περιβάλλον.

    Λαμβανομένου δε υπόψη ότι στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων το (πανάκριβο πια) ηλεκτρικό ρεύμα που καταναλώνεται παράγεται με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, η μαζική λειτουργία κλιματιστικών επιτείνει με την εκπομπή ρύπων την υπερθέρμανση του πλανήτη, σε έναν φαύλο κύκλο.

    Μια «αλυσίδα» αρνητικών συνεπειών

    Ειδικοί τονίζουν ότι ειδικά όταν η εξωτερική θερμοκρασία τα βράδυ είναι πάνω από τους 25 βαθμούς Κελσίου, ο νυχτερινός ύπνος γίνεται ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς ο οργανισμός πρέπει να καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να δροσιστεί σε φυσικές συνθήκες.

    Οι μύες δεν ξεκουράζονται όσο πρέπει. Ο εγκέφαλος δεν «καθαρίζει». Και το σώμα δεν ανακάμπτει όσο χρειάζεται. Σε πολλές περιπτώσεις, αρχίζει να συσσωρεύεται το θερμικό στρες.

    Ερευνητές στο Επιστημονικό Κέντρο Κοινωνικών Δεδομένων στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης ανέλυσαν στοιχεία που συνέλεξαν στο πλαίσιο πρόσφατης μελέτης τους από εκατομμύρια μελέτες ύπνου και περισσότερα από 45.000 έξυπνα ρολόγια σε 68 χώρες.

    «Η θερμοκρασία του δέρματος και του υπόλοιπου σώματος γίνεται πιο ευαίσθητη στην εξωτερική θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του ύπνου», επισημαίνουν.

    Στα συμπέρασμά τους αναφέρουν ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες μειώνουν τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου παγκοσμίως. Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, οι γυναίκες και οι κάτοικοι χωρών με θερμότερα κλίματα επηρεάζονται περισσότερο.

    Οι κίνδυνοι για την υγεία που συνδέονται με τις ζεστές νύχτες είναι επίσης ιδιαίτερα υψηλοί για όσους δεν έχουν πρόσβαση σε μέσα ψύξης, όπως π.χ. σε χώρες χαμηλού εισοδήματος ή πλέον ακόμη και στις ανεπτυγμένες, λόγω της εκτίναξης της τιμής της ενέργειας και των οικονομικών δυσκολιών των μέσων νοικοκυριών.

    Υπό αυτή την έννοια, τονίζουν οι ερευνητές, η κλιματική αλλαγή όχι μόνο διαβρώνει άνισα τον ύπνο, αλλά και διευρύνει τις παγκόσμιες ανισότητες.

    Μικρές λύσεις σε ένα διογκούμενο πρόβλημα

    Κλιματολόγοι, όπως η Στέφανι Τζέικομπς, αναφέρουν ότι υπάρχουν διάφορες βραχυπρόθεσμες λύσεις που θα μπορούσα να ακολουθήσουν κάτοικοι, τοπικές αρχές και κυβερνήσεις στο πλαίσιο μιας καλύτερης στρατηγικής για τη μείωση των υψηλών νυχτερινών θερμοκρασιών.

    Μια πρώτη λύση είναι η δημιουργία χώρων πρασίνου, με διαφορετικά δέντρα και βλάστηση και με μέριμνα να είναι επαρκώς ποτισμένα. Οι λόγοι είναι προφανείς. Κρατούν το έδαφος δροσερό και παράγουν οξυγόνο.

    Μια άλλη λύση είναι να γίνουν πιο ανακλαστικά τα κτίρια, οι οροφές τους και οι δρόμοι, με χρήση ανοιχτόχρωμων βαφών και υλικών που δεν απορροφούν τη θερμότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας.

    «Είναι πολύ λιγότερο ακριβό να ζεστάνεις ένα σπίτι [τον χειμώνα] από το να ψύξεις το καλοκαίρι», εξηγεί η Τζέικομπς.

    Πέραν από τα συμβατικά ρυπογόνα μέσα θέρμανσης και ψύξης εν τω μεταξύ υπάρχουν πλέον ευρύτερα διαθέσιμες και άλλες επιλογές, πιο αποδοτικές και λιγότερο ενεργοβόρες, αν και ακόμη πιο ακριβές, όπως π.χ. οι αντλίες θερμότητας.

    Σε κάθε περίπτωση, η μακροπρόθεσμη λύση ήταν και παραμένει μια. Δεν είναι άλλη από τη δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου.

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ