Η έννοια του κόστους έχει αρχίσει να παίρνει ένα κεντρικό χαρακτήρα για την κοινωνική και οικονομική ζωή και αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης αλλά και άσκησης πολιτικής.
Υπό κάποια έννοια αυτό είναι φυσιολογικό. Δεν υπάρχει πολιτική που δεν μετρά το κόστος, από αρχαιοτάτων χρόνων. Δεν το συζητάμε από αυτήν την αυτονόητη πλευρά.
Το συζητάμε γιατί το κόστος είναι που ορίζει πλέον το δίπολο δημόσιο-ιδιωτικό, που βάζει όρια στην κρατική και την ιδιωτικό οικονομία και επαναορίζει τα σύνορα μεταξύ της δημόσιας οικονομίας και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας.
Τα παραδείγματα είναι πολύ συγκεκριμένα και τα γνωρίζουμε όλοι μας.
Όταν ακρίβυναν οι λογαριασμοί ρεύματος, οι ιδιωτικές εταιρίες δεν έδειξαν σημάδια, ότι δεν θα τους εισπράξουν όπως είναι φυσικό. Το κράτος προχώρησε σε επιδότηση στον λογαριασμό ώστε να μειωθεί η τιμή που έφτανε με τον λογαριασμό.
Τώρα που έφτασε να είναι μεγάλη η λίστα των χειρουργείων, δεν προσελήφθησαν περισσότεροι υγειονομικοί, αλλά επιτράπηκαν τα χειρουργεία με πληρωμή μέσα στα νοσοκομεία.
Κι όλοι ξέρουμε όπως έδειξε και η έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ότι ένα μέρος των σπουδών των παιδιών αγοράζεται από τα νοικοκυριά κάθε μήνα (ξένες γλώσσες, φροντιστήρια κλπ).
Αυτά τα παραδείγματα δεν καταγράφονται για να ανακαλύψει κάποιος την Αμερική ξανά. Και σίγουρα συμβαίνουν και αντίστοιχα και πολλά ακόμα σε πολλές προηγμένες χώρες. Έτσι λειτουργούν οι οικονομίες, λένε.
Το ερώτημα είναι πλέον, πού θα μπει αυτό το νέο όριο. Ποια είναι στις μέρες μας η δημόσια πολιτική και πόσο υποχωρεί έναντι της ιδιωτικής οικονομίας. Γιατί πλέον ο κανόνας είναι οι δημόσιες υπηρεσίες να ανατίθενται σε ιδιώτες επιχειρηματίες είτε ελλείψει επαρκών δημοσίων πόρων είτε για αύξηση της απόδοσης. Και ανάλογα και στις υποδομές, η λεγόμενη συνεργασία με τους ιδιώτες (ΣΔΙΤ) μοιάζει κανόνας.
Συνεπώς με αυτή τη λογική, δεν χρειάζεται και το Δημόσιο. Ή το κράτος. Ή όχι;
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ